- εξομολόγος
- οο πνευματικός, ο ιερέας που έχει το δικαίωμα να τελεί το μυστήριο τής εξομολογήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομο-λόγος (< ομός «ο ίδιος» + λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγορευτής — και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω] μσν. νεοελλ. εξομολόγος αρχ. αυτός που ανακοινώνει μυστικό … Dictionary of Greek
εξομολογία — ἐξομολογία, η [εξομολόγος] 1. η εξομολόγηση 2. η ευχαριστία … Dictionary of Greek
εξομολογητής — ο [εξομολογώ] εξομολόγος, πνευματικός … Dictionary of Greek
εξομολογώ — (AM ἐξομολογῶ, έω) [εξομολόγος] Ι. ακούω την εξομολόγηση, την αποκάλυψη τών αμαρτημάτων κάποιου ΙΙ. μέσ. εξομολογούμαι (AM ἐξομολογοῡμαι, έομαι) 1. ομολογώ τα αμαρτήματά μου στον πνευματικό για να συγχωρηθούν 2. ομολογώ, αποκαλύπτω νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ξομολόγος — ο βλ. εξομολόγος … Dictionary of Greek
εξομολογητήριο — το 1. ο τόπος όπου γίνεται η εξομολόγηση των χριστιανών. 2. μικρό διαμέρισμα, όπου γίνεται η εξομολόγηση των καθολικών, κατάλληλα διαρρυθμισμένο, ώστε ο εξομολόγος να ακούει μόνο, χωρίς και να βλέπει τον εξομολογούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πνεύμα: Από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι και η πνευματική ελευθερία. 2. ο άυλος, ο ασώματος: Οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα. 3. το αρσ. ως ουσ., ο πνευματικός ο εξομολογητής ιερέας, αλλιώς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)